ἀκαμαντολόγχας

ἀκαμαντολόγχας
ἀκᾰμαντο-λόγχας, α, ,
A unwearied at the spear, Pi.I.7(6).10.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακαμαντολόγχας — ἀκαμαντολόγχας και ἀκαμαντολόγχης, ο (Α) ο ακάματος, ο ακούραστος στον αγώνα με λόγχη και στον πόλεμο γενικότερα, πολεμόχαρος, πολεμικός «ἀκαμαντολογχᾱν Σπαρτῶν» (Πινδ. Ίσθμ. 7, 10). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας αντος + λόγχη] …   Dictionary of Greek

  • ακάμας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της Φαίδρας. Σύμφωνα με μύθους μεταγενέστερους του Ομήρου, έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας και ήταν ένας από τους πρεσβευτές των Ελλήνων που στάλθηκαν να ζητήσουν την Ωραία Ελένη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”